- ἀρχέγονος
- ἀρχέγονοςoriginalmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχέγονος — η, ο (AM ἀρχέγονος, ον) 1. ο παλαιός, ο αρχαίος, ο πρώτος του γένους 2. ο πρωταρχικός νεοελλ. ο πρωτόγονος ή ο καθυστερημένος … Dictionary of Greek
αρχέγονος — η, ο αρχικός, παλιός, πρωτόγονος, καθυστερημένος: Η έρευνα των αρχέγονων πολιτισμών είναι πολύ δύσκολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχεγονώτερον — ἀρχέγονος original masc acc comp sg ἀρχέγονος original neut nom/voc/acc comp sg ἀρχέγονος original adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεγονώτατον — ἀρχέγονος original masc acc superl sg ἀρχέγονος original neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχέγονον — ἀρχέγονος original masc/fem acc sg ἀρχέγονος original neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεγονώτερα — ἀρχέγονος original neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεγονώτεραι — ἀρχέγονος original fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεγόνοιο — ἀρχέγονος original masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεγόνοις — ἀρχέγονος original masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχεγόνοισι — ἀρχέγονος original masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)